να ζεσταθούν οι χαμένες ψυχές;
ποιός θα πάρει αγκαλιά το μικρό κοριτσάκι
και ποιός θα ζεστάνει το γάλα
για το άρρωστο μωρό;
κατέβηκα στο λιμάνι
με πονούσε το σπίτι
με κοροίδευαν οι κουρτίνες
με στοίχιωναν οι σκιές στους τοίχους
τα άδεια έπιπλα
οι γυμνοί χώροι
πάτησα σε κρύο τσιμέντο
άδεια τα καράβια, άδειοι οι άνθρωποι
ξέμειναν σε κάποια μακρινά λιμάνια
οι χαρές και οι λύπες τους
οι λαχτάρες και τα όνειρα τους
γύρισαν πίσω άδεια κουφάρια
φαντάσματα χαμένων εποχών
κατάρτια που ανεμίζουν μόνα
χωρίς σκοπό και ρότα
γλάροι χαμένοι σε άδεια ταξίδια
νερά ανακατεμένα με άνεμο κι' αλάτι
σπίτια μαυρισμένα από την καπνιά
καρδιές μαυρισμένες από την ερημιά
ούτε μια ψυχή λευκή να ξεσκονίσει
τα σκοτάδια
να ανοίξει παράθυρα
να φέρει το φως
ούτε μια ψυχή γιαλισμένη
να αστράψει στον ήλιο
να τρομάξει τα σύννεφα
να φέρει χαρά
μάτια θαμπά και σβησμένα
χέρια σκληρά και άδεια κι' αυτά
μια χαραμάδα, μια ηλιαχτίδα, μια αγκαλιά
κι' όλα αλλάζουν
κατέβηκα σήμερα στο λιμάνι
άστραψε η προβλήτα, ήρθε το φως
ανοίξαν τα σπίτια, άσπρισαν οι σοβάδες
ξεπλήθηκε το γκρίζο, φάνηκε το ροζ
τρέχουν παιδιά στο δρόμο
αντηχούνε φωνές στο λιμάνι
οι νοικοκοιρές πλένουν πατώματα
απλώνουν ασπρώρουχα στον ήλιο
βάζουν λουλουδάτες κουρτίνες
γέμισε ο τόπος μυρωδιές
μυρωδιές και αγάπες
γέλια και χαρές
μα προπάντων ξεπλήθηκε ο τόπος
γιάλισαν οι δρόμοι, τα πρόσωπα, τα χέρια, οι ψυχές
κι' ανέτειλε ο ήλιος στις ρημαγμένες τις καρδιές
τώρα, μάτια γαλάζια και μάτια καφέ
χέρια ροζιασμένα και χέρια απαλά
γίναν ένα στου κόσμου την ομορφιά....
Χριστιάνα Πέτρου